Ήταν απομεσήμερο, η κοπέλα δεν είχε λόγο να βρίσκεται στο κρεβάτι αλλά ένιωθε ότι δεν είχε και λόγο να βρίσκεται κάπου αλλού. Το βάρος της απόρριψης, της ρήξης την είχε καθηλώσει. Αν κανείς την κοίταζε θα έβλεπε ένα πρόσωπο αμίλητο, που μιλάει όμως από μόνο του. Δεν είχε φανταστεί ποτέ της ότι θα τελείωνε έτσι, δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι ο έρωτας της δεν θα ήταν αυτό που ζήταγε η άλλη πλευρά.
Λίγο πιο μακριά σε ένα άλλο μέρος, ο άντρας δεν τολμούσε να σκεφτεί τι είχε κάνει. Τα δάκρυα που έκρυβε μέσα του είχαν θαφτεί τόσο βαθιά που ένιωθε ανίκανος πια να αισθανθεί. Οι χαρές της ηδονής που είχε επιλέξει δεν φάνταζαν τόσο ηδονικές τώρα. Κλείνοντας τα μάτια, έφερε στο νου του ασυνείδητα το πρόσωπο που τον είχε εκπλήξει, εκείνη. Αμέσως ένιωσε ένα τσούξιμο στα μάτια, που τόσο ερμητικά είχε κλείσει.
Η κοπέλα είχε προσπαθήσει, σκέφτηκε, να τον κατακτήσει. Αυτόν τον άντρα που τόσες άλλες, όπως εκείνη, είχε πληγώσει. Είχε δει μέσα του το καλό που δεν έβλεπε εκείνος. Είχε δει όλες τις χαμένες δυνατότητες και τα απίστευτα χαρίσματα που φύλαγε σαν επτασφράγιστο μυστικό. Στις σκιές που χρόνια τριγυρνούσε, εκείνη είχε ρίξει λίγο φως και είχε δει την απελπισμένη του ανάγκη να αγαπηθεί. Μα ο άντρας ήταν πολύ πληγωμένος από το παρελθόν, δεν είχε διάθεση να δει αυτό που έβλεπε εκείνη.
Το τσιγάρο του τελείωνε, θα άναβε όμως και άλλο, πριν πέσει για ύπνο. Ο άντρας ένιωθε διχασμένος και απόλυτα, σχεδόν ολοκληρωτικά χαμένος σε εκείνη, στις σκέψεις του. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι καλά έκανε που το έληξε, που έμεινε πιστός στα ιδανικά του. Ήταν όμως ανήσυχος, η ηρεμία που γύρευε με τους τίτλους τέλους δεν τον βρήκε όπως πίστευε. Συνέχιζε να την σκέφτεται και η μάχη που γινόταν μέσα του αντί να καταλαγιάζει όλο και θέριευε. Τα δάκρυα της, το σ’ αγαπώ της θα τον στοίχειωναν για πάντα, αν μονάχα αν γύρναγε ο χρόνος πίσω. Ήθελε και άλλο τσιγάρο.
Εκεί ψηλά που δεν έβλεπε κανείς από τους δύο, τους παρατηρούσε ο άγνωστος παρατηρητής. Αν μπορούσε θα επικοινωνούσε τις σκέψεις του ενός στον άλλο. Ως ο από μηχανής θεός του έρωτα, θα τους έκανε να δουν το προφανές, θα δώριζε συναισθηματική ασφάλεια στον άντρα και απόθεμα κουράγιου στη γυναίκα. Θα τους έδειχνε το δρόμο, για να μπορούν να ζήσουν αυτό το ανομολόγητο συναίσθημα που κατοικούσε στην καρδιά εκείνου, αυτή τη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα σε εκείνη από τότε που τον πρωτοαντίκρισε. Θα τους έλεγε ότι όταν αγαπάς κανένας δρόμος δεν είναι σωστός αν δεν είναι ο δρόμος που καταλήγει σε αυτόν που θες. Θα τους έλεγε ότι τα λεπτά ποτέ δεν ήταν τόσο σημαντικά όσα αυτά που χάνουν κάθε στιγμή που βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλο. Αυτή τη στιγμή κιόλας αν μπορούσε θα τους ένωνε σε ένα.
Ο άγνωστος παρατηρητής πραγματικά λυπήθηκε πολύ για το ζευγάρι αλλά ήταν φύσει αδύνατο να επέμβει. Οι πιθανότητες ποτέ δεν θα είναι υπέρ τους όσο αποφεύγουν τα θέλω τους, σκέφτηκε. Θα είναι όμως δική τους η απόφαση, όταν θα είναι έτοιμοι να σμίξουν ξανά, δεν θα υπάρχουν πια δικαιολογίες. Η ωρίμανση είναι αργή διαδικασία, αυτό το ήξερε ο παρατηρητής, αλλά επίσης ήξερε ότι η ισχυρή θέληση και η αγάπη είναι εργαλεία ατσάλι για τους πρωτεργάτες του έρωτα. Στο ταξίδι της ζωής οι ψυχές που αγαπιούνται δεν παύουν να αναζητούν την πολυπόθητη επανένωση, αλλά κάθε ταξίδι είναι μοναχικό και ας είναι ίδιος ο προορισμός. Εκεί που και οι δύο θα φτάσουν μόνο αν ποτέ αφαιρέσουν κάθε μάσκα από πάνω τους, κάθε αμφίεση που ντύνει τα καταπιεσμένα θέλω τους. Εκεί, σκέφτηκε ο παρατηρητής που τα όνειρα παύουν να είναι όνειρα και γίνονται ζωή. Εκεί που τα αρώματα μυρίζουν ακομα.
Μ.Κ.