Ο μικρούλης άνθρωπος
Ο μικρούλης άνθρωπος που σε κατοικεί, σε κατακλύζει, σε στοιχειώνει. Πατάει μέσα σε χορδές, μουσική να συνθέσει, να σε τρελάνει, να σε απομακρύνει σε μέρη που εσύ εξαϋλώνεσαι.
Αδυνατείς να υπάρξεις εκεί που ο μικρούλης άνθρωπος σε μικραίνει. Αφήνοντας το μέγεθος σου να μειωθεί στο ελάχιστο της ύπαρξης σου, καπνός γεμίζει το πνεύμα, θολούρα σκεπάζει τη σκέψη σου.
Ο μικρούλης άνθρωπος που σε νικάει, σε καταπατεί, σε εξαφανίζει. Χορεύει μέσα στης αγωνίας τον κτύπο, τύμπανα να κρούσει, να σε αναστατώσει, να σε σβήσει από του χαρτιού το γκρι γραφίτη.
Τρέμεις να χαθείς εκεί που ο μικρούλης άνθρωπος σε κυριεύει. Τρέμοντας το στοιχειό σου που ενεργεί για σένα, πανικός κόβει την ανάσα, δάκρυα συμπυκνώνονται στο γιατί που δεν είσαι έτοιμος να αρθρώσεις.
Ο μικρούλης άνθρωπος που σε ονομάζει, σε καθορίζει, σε ξεριζώνει. Ενεργεί μέσα σε σένα, σιωπάει για να σε μηδενίσει, να σε κατακτήσει, να σε παρασύρει στης αβεβαιότητας τη γλυκόπικρη τη γεύση.
Μισείς να χαίρεσαι τη πίκρα και τη γλύκα, ενός μικρούλη ανθρώπου νίκη. Αδυνατώντας το ανάστημα να υψώσεις, αγάπη και ασφάλεια νιώθεις για του εχθρού σου την αλήθεια, ισχυρό το “πλάσμα” μέσα από τον καθρέφτη.
Αδύνατη η πάλη, μικρούλης ο άνθρωπος. Όπως το στήθος σου φουσκώνει και αδειάζει με κάθε ανάσα που εισπνέεις, ο εχθρός φαντάζει πιο ισχυρός και η ανάσα χάνεται, τα δάκρυα χύνονται αλλά τα γιατί αρθρώνονται.
Βάζοντας σε μία σειρά το γάμα και το γιώτα, το άλφα και το ταφ, τελειώνοντας με ένα γιώτα και ένα ερωτηματικό, συνθλίβεται ο μικρούλης, γιγαντώνεσαι εσύ, επανυλοποιείσαι και είσαι εκεί έτοιμος να αισθανθείς, να υπάρξεις.
Με μία ανάσα, με ένα γιατί και υπάρχεις.
Ποιος μικρούλης, ποιος άνθρωπος.
Μ.Κ.