Tagged with " προσωπικότητα"
May 9, 2018 - ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ    Comments Off on Ένα βλέμμα

Ένα βλέμμα

Βλέμμα επιβεβαίωσης ζητείται από το απαλό άγγιγμα του δείκτη στην οθόνη. Μία καρδιά κόκκινη να στοιβαχτεί μαζί με τις τόσες άλλες πορφυρές υπενθυμίσεις πως το ίδιο το βλέμμα που ζητά, βλέμμα αποκτά. 

Σαν η όψη να θέλει να μετουσιωθεί σε κάτι που ξεπερνά την ίδια την εικόνα, σαν η όψη να είναι η ίδια ύπαρξη. Μα σαν κάπως έτσι η ύπαρξη-χρήστης της εικόνας να εγκαταλείπει όσα κομμάτια της δεν έγιναν ψηφίδες του κάδρου, όσα κομμάτια της δεν κατάφεραν να στριμωχτούν σε ένα τετράγωνο.  

Βλέμμα ως “σειρήνων άσμα” τροφοδοτεί την ακόρεστη ανάγκη να αναγνωριστεί η όψη σε επιθυμία ενός άλλου. Ακολουθίες βλεμμάτων που ζητούν, που περιμένουν, που αναμοχλεύουν όσα κάποτε ήταν άλλα και τώρα είναι “νέα”. 

Σαν η επιθυμία να ξεπερνά την εποχή της και ας μοιάζει όμοια. Διαρκώς παρούσα αλλά αλλιώς. Σαν η επιθυμία να αλλάζουν τα βλέμματα μέσο να είναι ένας τρόπος να εξηγηθεί η αδυναμία του εσωτερικού βλέμματος να δει τα όσα η σάρκα πλαισιώνει και το μυαλό απλώς θολώνει. 

Μ.Κ. 

 

Sep 8, 2015 - ΠΟΙΗΤΙΚΑ    Comments Off on “Φ”

“Φ”

Ο άνθρωπος που δεν ήξερε ότι έχει φωνή, τραγούδαγε πολύ. Την ένταση της δεν την γνώριζε, ο φόβος του την καπέλωνε. Άλλοι δεν την είχαν ακούσει, μονάχα ίσως από σπόντα.

Καμία φορά όταν τον κυρίευε το πάθος, τραγουδούσε ακόμα πιο πολύ. Τότε μόνο σαν να άκουγε μία ιδέα παραπάνω, πόσες νότες μπορούσε να αγγίξει. Ένα σχοινί ντροπή έπνιγε οποιαδήποτε νότα έψαχνε το δρόμο προς τα έξω.

Κάπου κάπου μόνο σα να αναθαρρούσε, μονάχα όταν ξεχνιόταν ή ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε άλλη ψυχή τριγύρω. Είχε μια θηλεία σ’ όλη του τη ζωή, έτσι είχε μάθει να ζει. Υπάκουος, ήσυχος, διαχειρίσιμος.

Ο άνθρωπος που ήξερε ότι έχει φωνή, ήταν ο ίδιος. Μονίμως στο επίκεντρο, μέσα σ’ όλα με φωνή βροντερή. Οι άλλοι τον άκουγαν λέξη προς λέξη, υπήρχε σεβασμός.

Ποτέ του δεν πίστευε πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η δύναμη του πλήθους. Το μόνο που πάντα ήθελε είναι να έχει φωνή, όχι μια οποιαδήποτε όμως. Ήθελε η φωνή του να σαγηνεύει, να πείθει και να έχει βάρος. Δεν ήθελε να τραγουδάει μόνος.

Χαμένος ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες φωνές που περνιόντουσαν για μελωδικές, εκείνος είχε κάτι να πει, να τραγουδήσει, έτσι ανέπνεε. Τον έφαγαν οι κόρακες και οι κομπασμοί τους. Οι ψεύτικοι ήχοι, άτονοι σε όλη τους την έκταση τον είχαν ανατριχιάσει από την τόση ματαιότητα τους.

Οι εναλλαγές από τον ήχο στη σιωπή μόνο σύγχυση πρόσφεραν απλόχερα στον άνθρωπο που δεν αποφάσιζε. Μία με φωνή, μία χωρίς. Ποια γραμμή τόσο λεπτή τροχοπέδη στο τραγούδι; τραγούδι εγλωβισμένο- μα εκεί, καρτερώντας για τις όμορφες μέρες. Πότε θα ναι αυτές κανείς δεν ξέρει. Μα θα ναι ωραία.

Μ.Κ.