Το ρολόι
Είναι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να ξεχνιέται και να ψάχνει τους δείκτες ενός ρολογιού που κοσμούσε κάποτε το αριστερό μου χέρι. Δυσκολεύομαι να αποβάλλω αυτήν την ενστικτώδη κίνηση που κάνει το βλέμμα μου καθώς το ψάχνει. Το δέρμα μου ακόμη θαρρείς και είναι λίγο πιο λείο από το φυσιολογικό, ακριβώς εκεί που ακούμπαγε επί χρόνια το δαρμένο από την χρήση λουράκι του αγαπημένου μου ρολογιού.
Ήταν φετιχ το ρολόι -ομολογώ-, δεν έφευγε ποτέ και για κανέναν λόγο από το χέρι, είχε γίνει ένα με μένα, μία μικρή μου προέκταση. Είχα ανάγκη τον χρόνο. Είχα ανάγκη από χρόνο. Είχα ανάγκη γενικώς.
Όσο ξέφτιζε το λουράκι, όσο ράζιγε το καντράν τόσο πιο πολύ δεμένη ένιωθα με το εξάρτημα μου. Πόσες στιγμές αμηχανίας μου καλύφθηκαν, με μία απλή ματιά στην ώρα. Πόσες ξέπνοες ανάσες μου -λόγω αργοπορίας μου- κάλυψαν τον ήχο των δεικτών. Πόσα “γιατί” και “πότε” αρθρώθηκαν όσο κοίταζα τις ώρες να φεύγουν με μάτια κάπως μελαγχολικά.
Ένα σωρό σκέψεις μου στριμώχνονταν στα δευτερόλεπτα της ώρας, μπουρδουκλωμένες χωρίς λογική, χωρίς τέλος, χωρίς ειρμό. Ποταμός σκέψεων κάθε βράδυ με συντροφιά τα τικ τακ κάτω από το μαξιλάρι μπας και μειωθεί ο θόρυβος. Φασαρία στο μυαλό, φασαρία στο δωμάτιο. Στριφογυρνώντας γύρω γύρω στο κρεβάτι το αναπόφευκτο του διαφυγόντος χρόνου, μου κατέκλυζε το είναι. Όλο το χρωματικό φάσμα των διαθέσεων μου ανάμεσα στο απόλυτο χρώμα και το απόλυτο τίποτα είχε συμπυκνωθεί για μένα σε αυτό το απλό (για άλλους) αντικείμενο. Μία υπενθύμιση πως το παρελθόν δεν το ξαναέζησε κανείς, το τώρα δεν το τιθάσευσε κανείς και το μέλλον (δυστυχώς) δεν το ξέρει κανείς.
Μία Δευτέρα όμως, έτσι τυχαία, χωρίς προμελέτη ή κάποια σπουδαία σκέψη, ήμουν έτοιμη να αφήσω τον χρόνο στην δική του διάσταση. Αφαιρώντας το λεκιασμένο μπορντό λουράκι από τον καρπό μου, ένιωσα το χέρι μου πιο ελαφρύ, εμένα χωρίς πρόσθετο βάρος, εμένα χωρίς την μεταβλητή του χρόνου. Μια σάρκα γυμνωμένη από τα πρέπει που επιτάσσει η λογική του χρόνου, απελευθερωμένη από τις υποχρεώσεις και τις χαμένες ευκαιρίες.
Απλώς εγώ χωρίς ρολόι.
Μ.Κ.