Browsing "Μικρές ιστορίες"
Oct 21, 2019 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on Το ρολόι

Το ρολόι

Είναι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να ξεχνιέται και να ψάχνει τους δείκτες ενός ρολογιού που κοσμούσε κάποτε το αριστερό μου χέρι. Δυσκολεύομαι να αποβάλλω αυτήν την ενστικτώδη κίνηση που κάνει το βλέμμα μου καθώς το ψάχνει. Το δέρμα μου ακόμη θαρρείς και είναι λίγο πιο λείο από το φυσιολογικό, ακριβώς εκεί που ακούμπαγε επί χρόνια το δαρμένο από την χρήση λουράκι του αγαπημένου μου ρολογιού. 

 

Ήταν φετιχ το ρολόι -ομολογώ-, δεν έφευγε ποτέ και για κανέναν λόγο από το χέρι, είχε γίνει ένα με μένα, μία μικρή μου προέκταση. Είχα ανάγκη τον χρόνο. Είχα ανάγκη από χρόνο. Είχα ανάγκη γενικώς.

 

Όσο ξέφτιζε το λουράκι, όσο ράζιγε το καντράν τόσο πιο πολύ δεμένη ένιωθα με το εξάρτημα μου. Πόσες στιγμές αμηχανίας μου καλύφθηκαν, με μία απλή ματιά στην ώρα. Πόσες ξέπνοες ανάσες μου -λόγω αργοπορίας μου- κάλυψαν τον ήχο των δεικτών. Πόσα “γιατί” και “πότε” αρθρώθηκαν όσο κοίταζα τις ώρες να φεύγουν με μάτια κάπως μελαγχολικά.

 

Ένα σωρό σκέψεις μου στριμώχνονταν στα δευτερόλεπτα της ώρας, μπουρδουκλωμένες χωρίς λογική, χωρίς τέλος, χωρίς ειρμό. Ποταμός σκέψεων κάθε βράδυ με συντροφιά τα τικ τακ κάτω από το μαξιλάρι μπας και μειωθεί ο θόρυβος. Φασαρία στο μυαλό, φασαρία στο δωμάτιο. Στριφογυρνώντας γύρω γύρω στο κρεβάτι το αναπόφευκτο του διαφυγόντος χρόνου, μου κατέκλυζε το είναι. Όλο το χρωματικό φάσμα των διαθέσεων μου ανάμεσα στο απόλυτο χρώμα και το απόλυτο τίποτα είχε συμπυκνωθεί για μένα σε αυτό το απλό (για άλλους) αντικείμενο. Μία υπενθύμιση πως το παρελθόν δεν το ξαναέζησε κανείς, το τώρα δεν το τιθάσευσε κανείς και το μέλλον (δυστυχώς) δεν το ξέρει κανείς.  

 

Μία Δευτέρα όμως, έτσι τυχαία, χωρίς προμελέτη ή κάποια σπουδαία σκέψη, ήμουν έτοιμη να αφήσω τον χρόνο στην δική του διάσταση. Αφαιρώντας το λεκιασμένο μπορντό λουράκι από τον καρπό μου, ένιωσα το χέρι μου πιο ελαφρύ, εμένα χωρίς πρόσθετο βάρος, εμένα χωρίς την μεταβλητή του χρόνου. Μια σάρκα γυμνωμένη από τα πρέπει που επιτάσσει η λογική του χρόνου, απελευθερωμένη από τις υποχρεώσεις και τις χαμένες ευκαιρίες. 

 

Απλώς εγώ χωρίς ρολόι.

Μ.Κ.

Dec 7, 2016 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on Εκείνη

Εκείνη

Σε ένα τραπέζι στρογγυλό καθόμασταν με φίλους. Εσύ δίπλα μου ακριβώς και οι άλλοι παραδίπλα με Εκείνη να σε κοιτάει ευθεία στα μάτια, να σε ψάχνει. Φαινόσουν διαφορετικός, άλλος.

Ενώ Εκείνη…Με βλέμμα καρφωμένο απόλυτα ελεγχόμενο στο να ηρεμήσει την ένταση του κορμιού που ανησυχεί, που κοκκινίζει_σε έψαχνε. Το βλέμμα της σε αναζητούσε να την βρεις. Τα γέλια και οι συζητήσεις των τριγύρω δεν την ένοιαζαν, μονάχα εσύ. Όμως εσύ ήσουν χαμένος για Εκείνη, ήσουν κάπου εδώ για μένα.

Με την ανάσα μου να φεύγει από τα χείλη μου όλο και πιο αισθησιακά, όλο και πιο αργά, ήθελα να φύγω μακριά από τον γύρο μας. Με βλέμμα δικό σου ντυμένο όλο μου το σώμα, ένιωθα την ευφορία της προσμονής μου να με πνίγει, ένιωθα Εκείνη να με πνίγει. Στα λίγα εκατοστά της αβάσταχτης απόστασης μας, ήθελα να συνθλίψω τον αέρα που μας χώριζε, ήθελα να με αγγίξεις μπροστά στον γύρο μας, ήθελα να μη μας νοιάζει Εκείνη. Όμως οι αναστολές μας χτίζανε το φράγμα των αισθήσεων, το φράγμα που έσπαγες με το βλέμμα σου, με την φωνή σου.

Εκείνη όμως ήταν εκεί για σένα, ήταν εδώ στο ανάμεσα μας και στο μεταξύ μας, ήταν εκεί που την έφερες να υπάρχει. Εκείνη που λαίμαργα αρπαζόταν από την παραμικρή ακτίνα φωτός που της πρόσφερες στο μαύρο της το φάσμα, ήταν εκεί.

Εγώ ένας τρίτος, παρείσακτος στην κωμωδία που έχεις στήσει με Εκείνη, ήμουν εδώ στο τώρα, για σένα. Σε ένα φάσμα άλλο και εγώ η ίδια, βρισκόμουν χαμένη σε έναν παράδεισο χρωμάτων. Χρώματα που μου αποκαλύφθηκαν με μια σου ματιά.

Και έτσι αναπάντεχα στροβιλιζόμενη στα τόσα χρώματα, κατάφερες με τον τρόπο σου να με απορροφήσεις σαν να μην υπήρχε ποτέ Εκείνη.

Σε ένα τραπέζι στρογγυλό καθόμασταν με φίλους. Εσύ δίπλα μου ακριβώς και οι άλλοι παραδίπλα με Εκείνη να κοιτάει, να ψάχνει. Εγώ και εσύ δίπλα σε τραπέζι στρογγυλό μόνοι στο εμείς, απορροφημένοι στο εμάς, μαγεμένοι στην στιγμή μας στο εδώ, στο τώρα.

Μ.Κ.

Jun 28, 2016 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on Και η νύχτα βάφτηκε κόκκινη

Και η νύχτα βάφτηκε κόκκινη

“Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη”, μία υπόσχεση ανακαλώ για τη φυγή του μεσημεριού. Το ζεστό κρεβάτι βαρύ από τα σκεπάσματα και η κλωστή ξετυλίγεται, γελάει ξάφνου ένας Εμίλ_ο Εμίλ.

Και η Νύχτα μέσα σε μία στιγμή βάφεται κόκκινη, ένα κάρο καταμεσής της άπλας σέρνεται πίσω από το δύσμοιρο μουλάρι, η Μαριώ γελάει. Αργόσυρτη η διαδρομή που κρατάει τη νύχτα της πορφύρας για μία ώρα παραμυθιού ακόμα. Είναι μακρά η νύχτα. Ο Πεπε Λε Μόκο -γνωστός και ως Εμίλ Σιμιόν- ανάβει την πίπα του πάνω από το τσίγκινο καζάνι που κοχλάζει. Μετράει τα άστρα. Βρίσκεται μόνος κάπου στην έρημο.

Στην Κάσμπα κόσμος περνάει με τα κάρα του ολημερίς και ολοβραδίς. Η Νύχτα βάφεται κόκκινη στο άκουσμα του κουβαριού που ξετυλίγεται λίγο λίγο από την ανέμη. Σε ένα παραμύθι αλλιώτικο, οι ήρωες είναι οι άλλοι. Ο Πέπε Λε Μόκο στην Κάσμπα, η Μαριώ στο κάρο που το σέρνει το μουλάρι. Αυτοί και άλλοι πολλοί στο Αλγέρι, στις γειτονιές γλιστρούν ως μαύρες φιγούρες. Σκιές στην πόλη, στην έρημο, στη νύχτα.

Ο Εμίλ Σιμιόν και η πίπα του, είναι χρυσαφιοί. Η παχιά άμμος της ερήμου έχει καθίσει στα ρούχα και τα χαμαλιά του Εμίλ, στα σκαλιστά παιχνιδίσματα της βάσης της πίπας του. Σαν να βρισκόταν πάντοτε εκεί. Αιώνια, χρυσή, πολύτιμη. Όταν η Νύχτα βάφεται κόκκινη η Μαριώ ξέρει πως έχει έρθει η ώρα να χαθεί στην έρημο, να βγει από το μονοπάτι.

Στο σταυροδρόμι της άγνωστης ερήμου βρίσκονται τυχαία, ένας Εμίλ, μία Μαριώ, ένα μουλάρι, μία πίπα. Η συνάντηση απρόσμενη στην προβλεψιμότητα του νήματος που ξετυλίγεται όσο το χρώμα της νύχτας ξεθωριάζει κάθε τόσο που μία ασημένια λάμψη δίνει το παρόν εξαφανίζοντας το κόκκινο.

Μ.Κ.

May 5, 2016 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on Μα ποτέ δικός μας

Μα ποτέ δικός μας

“Ένας άλλος για δικός μας _μα ποτέ.

Ποτέ δικός μας”

Γύρω από το τραπέζι, μαζεύτηκαν πολλοί να δουν το χαρτοπαίξιμο της μοίρας. Ένας βαλές για τον άντρα, μία ντάμα για την γυναίκα_ οι συνήθεις ύποπτοι, οι μάρτυρες της ώρας. Ανησυχία διάχυτη γύρω από την χαρτορίχτρα.

Μία φορά, δύο φορές, τρείς φορές περνούν και ξαναπερνούν τα φύλλα. Γλείφουν το τραπέζι με την μορφή τους, κρύβουν το πεπρωμένο από τους ενδιαφερόμενους, γυρνώντας επιδεικτικά την πλάτη μέχρι την τελική φανέρωση. Μέχρι την στιγμή που το ψέμα θα υλοποιηθεί μπρος τους, με λόγια τσίγκινα βαμμένα από το χρυσό της γλώσσας.

Γύρω από το τραπέζι, οι ερμηνείες ικανοποιούν τα λεγόμενα πάθη. Τι είναι ο έρωτας, τι είναι η αγάπη, η αφοσίωση, ερωτήματα σημαντικά για τις φλέβες των προσώπων που πάλλονται από αγωνία. Η επιφάνεια του ξύλου γνωρίζει μυστικά. Αχ και να ‘ξεραν, της μοίρας τα μελλούμενα.

Διχασμός, θολό τοπίο, γκρι και ξανά γκρι. Μα τι καλά που τα λέει η γητεύτρα της μοίρας. Οι πολλοί συμφωνούν, προσμένουν για το γύρισμα της τύχης, για την ελπίδα της μπομπίνας που τελειώνει. Που και που απογοήτευση, αλλά η γητεύτρα ξέρει τα κόλπα της πειθούς_ένας άλλος για δικός τους.

Μα ποτέ δικό τους.

Μ.Κ.

Apr 17, 2016 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on μ.π

μ.π

Κοίταξε το τριαντάφυλλο και ακούμπησε μαλακά το αγκάθι του. Αίμα και νερό μπερδεύτηκαν, ο μικρός Πρίγκηπας δεν ήταν μόνος, είχε συντροφιά απροσδιόριστη. Μόρια καπνού άγγιζαν το τσιτωμένο από το κρύο δέρμα του, σχηματίζοντας ένα ομιχλώδες πέπλο γύρω του. Προβληματισμός μεγάλος να θέλεις να πετάξεις, να μπερδεύεις τα άνω με τα κάτω, να θέλεις να κινηθείς με όρους γήινους στους αιθέρες. Μα να μην κινείσαι.

Τα κίτρινα μαλλιά του χυμένα στο παιδικό πρόσωπο, έκρυβαν το ξένο τοπίο. Κλείνοντας απαλά τα μάτια του, ο μικρός Πρίγκιπας προσπάθησε να φανταστεί τον κόσμο σαν ένα μεγάλο κήπο. Ένιωσε ένα κρύο στη σκέψη πως δεν θα μοιράζεται τα τριαντάφυλλα, πως θα είναι αυτός και τα αγκάθια. Ανοίγοντας και πάλι τα μάτια, φευγαλέα είδε μια λάμψη πορτοκαλιά, να χάνεται ανάμεσα στα κίτρινα μαλλιά και στην πορφύρα του κόσμου που είχε για κήπο του.

Κόκκινα πέταλα σχημάτισαν ξαφνικά μία δίνη από τον αέρα που θέριευε στον κήπο. Ο μικρός Πρίγκιπας ήθελε να πετάξει να γίνει και αυτός πέταλο, να γίνει ένα με την δίνη. Τόσο ήταν το κόκκινο χρώμα που είχε βάψει το γαλάζιο, που ο ουρανός είχε γίνει ο κήπος του. Νιώθοντας τα πόδια του να αιωρούνται, να αποχαιρετούν το έδαφος, έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται για την μοναξιά του.

Η φύση είχε γίνει συντροφιά, το χρώμα ελπίδα. Μη μπορώντας πια να ξεχωρίσει, σε τι κόσμο ζει, έχωσε τα δάχτυλα του μέσα στο πλούσιο κίτρινο, να αποκαλύψει στον τριανταφυλλένιο κήπο του τα μάτια αυτού του κόσμου. Να εκθέσει εκείνον μπρος στα αγκάθια. Να γίνει κήπος. Ο κόσμος όλος.

Μ.Κ.

 

 

 

 

Mar 21, 2016 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on Οι εραστές και ο άγνωστος παρατηρητής (μέρος 5ο)   

Οι εραστές και ο άγνωστος παρατηρητής (μέρος 5ο)   

Ξανά στην αγκαλιά του εραστή της, η γυναίκα ένιωθε την ηδονή να σκεπάζει κάθε απογοήτευση και δάκρυ της. Σαν να μην ένιωσε ποτέ την απελπισία να κατακτά τις σκέψεις της. Σαν να μην ένιωσε ποτέ το τέλος. Ήταν εκεί μαζί, και αυτός και εκείνη στο πάθος παρέα. Γέλασαν πολύ, σαν τέλειωσε η παρέλαση της σάρκας. Ο άντρας συνέχισε να μην μιλάει όσο θα ήθελε η γυναίκα, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να του κακιώσει. Καθότι ευτυχισμένη και ολοκληρωτικά παρασυρμένη  στη στιγμή αυτή, δεν ήθελε να μολύνει τη σκέψη της με το αβέβαιο αύριο. Το «τώρα» ήταν το σημαντικό, το «μετά» θα το κοίταζαν μαζί μετά τις 12:00, όταν θα γίνονταν ξανά κολοκύθες και ποντίκια.

Ο άγνωστος παρατηρητής είδε σαν ευχάριστη έκπληξη το γύρισμα της τύχης. Ρίχνοντας μία δεύτερη ματιά στον άντρα, είδε το ζύγι να ελαφραίνει. Αν και ο άντρας υπήρξε ανέκαθεν μία πονεμένη ψυχή, φαινόταν χαρούμενος τυλιγμένος στο ρόδο της γυναίκας. Κλείνοντας τα μάτια, άκουσε την καρδιά του άντρα να χτυπάει σαν τρελή. Όλες οι σκοτούρες του, οριστικό παρελθόν στο άπειρο της στιγμής αυτής. Αφού παρατήρησε τον άντρα, ο άγνωστος παρατηρητής στράφηκε στη γυναίκα και έριξε σε εκείνη μια πιο προσεκτική ματιά. Ο έρωτας της δεν κρυβόταν σίγουρα, αλλά κάτι υπήρχε στο βάθος των ματιών της, που ακόμα και ο άγνωστος παρατηρητής δεν μπορούσε με ακρίβεια να διαπιστώσει τι ήταν.

Η γυναίκα κοίταζε τον άντρα με τρυφερότητα, μόλις έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί, ήξερε με σιγουριά εκείνη πως δεν θα κοιμόταν. Πώς θα το έκανε άλλωστε; Όλο αυτό ήταν δύσκολο να το χωνέψει και ας είχε συμφωνήσει και η ίδια στην τρέλα αυτή. Αυτός ο άντρας που ανάλαφρα κοιμόταν πάνω στο στήθος της, είχε υπάρξει ο μεγαλύτερος εχθρός και εξολοθρευτής της. Και εκείνη τον άφησε να εισβάλει πάλι μέσα της! Το αύριο που φαινότανε αβέβαιο άρχισε να συμπίπτει με το τώρα. Η γυναίκα ήξερε πως αν ξαναπληγωνόταν δε θα της άξιζε. Ήθελε η άνοιξη και τα νέα πρόσωπα της να παραμείνουν στη ζωή της. Για τον άντρα δεν ήταν πια βέβαιη, αν ένιωθε το ίδιο. Έμοιαζε να είναι το ίδιο, αλλά ακριβώς ίδιο; Τώρα κενό με ερωτηματικά.

Ο άντρας είχε απαγορέψει πλέον στο φορτίο του να τον ορίζει, να είναι αυτό που τον βαραίνει. Με αυτό κατά νου και τη γυναίκα χωμένη στην αγκαλιά του, δεν είχε λόγο να θέλει να είναι αλλού. Ήταν ακριβώς εκεί που έπρεπε, ξαπλωμένος με την ευτυχία μέσα στα χέρια του. Ο καπνός δεν ήταν πια ικανός να θολώσει την σκέψη του, το αύριο δεν είχε πια σημασία. Μια σκέψη ήταν μονάχα βέβαιη, ότι θα μοιραζόταν τη μέρα που ξημέρωνε με τη γυναίκα που του είχε αλλάξει τη ζωή. Τη γυναίκα που πολλές φορές αρνήθηκε παρασυρμένος από το σκοτεινό του παρελθόν. Την γυναίκα που εκείνος μόνο πόνο της είχε χαρίσει ενώ εκείνη σ’ αυτόν ένα σωρό ευκαιρίες. Τώρα η ευκαιρία ήταν μία, η τελευταία ευκαιρία που του  πρόσφερε η γυναίκα. Ένα ήταν βέβαιο, σκέφτηκε ο άντρας πριν τον πάρει ο ύπνος, ότι θα προσπαθούσε να είναι αλλιώς, αυτός που της αξίζει.

Ο άγνωστος παρατηρητής βλέποντας το ζευγάρι ταξίδεψε νοητά στην πρώτη τους συνάντηση. Ξαπλωμένοι και οι δυο μετά από έρωτα, είχαν μάτια μόνο ο ένας για τον άλλο. Μίλαγαν για μουσική και φιλοσοφία, ήταν η στιγμή που είχαν συνειδητοποιήσει πόσο ερωτευμένοι ήταν μεταξύ τους, ήταν η στιγμή που δεν ομολόγησαν ποτέ. Τα κρυφά τους συναισθήματα, ο άγνωστος παρατηρητής τα έβλεπε να ξεδιπλώνονται κάθε φορά που τους κοίταζε από ψηλά. Είχε αδυναμία σ’ αυτό το ζευγάρι, αυτό ήταν που τον φόβιζε η αδυναμία του. Πώς να τους κρίνει αντικειμενικά όταν μόνο υποκειμενικά τους έβλεπε; Σίγουρα ήταν φορές που είχε απογοητευτεί από την στάση του άντρα, αλλά τελικά τα πράγματα είχαν αρχίσει να παίρνουν άλλη τροπή. Στεκούμενος μια τελευταία φορά στη γυναίκα πριν τους αφήσει στην αγκαλιά του Μορφέα, ο άγνωστος παρατηρητής κατάλαβε ποιο ήταν το μυστικό που έκρυβε στο βάθος των ματιών της. Ήταν η απογοήτευση, η απογοήτευση του παρελθόντος στοιβαγμένη όλη στα δάκρυα των ματιών της που δεν χύθηκαν ποτέ, μπερδεμένη με ένα χαμόγελο. Και τότε ο άγνωστος παρατηρητής κατάλαβε ότι δεν είναι κακό να απογοητεύεσαι, εξάλλου η απογοήτευση έχει κάτι από γοητεία μέσα της. Ναι σίγουρα αυτό σκεφτόταν η γυναίκα και έδωσε ένα φιλί στον άντρα πριν κλείσει και αυτή τα βλέφαρα της παραδομένη στην γοητεία, στον έρωτα.

M.K.

Oct 9, 2015 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on Οι εραστές μέρος 1ο

Οι εραστές μέρος 1ο

https://apenoxopoihmeno.wordpress.com/2013/05/15/%CE%BA%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%84%CE%AE-%CE%B4%CE%B5%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7/

Το πρώτο μέρος της ιστορίας αυτής, δεν είχε άγνωστο ήταν απλώς δύο άτομα-οι εραστές-, κομμάτι ενός συνόλου συναισθημάτων. Για όποιον ενδιαφέρεται για το πρώτο κομμάτι της ιστορίας.

Μ.Κ.

Oct 8, 2015 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on Οι εραστές και ο Άγνωστος παρατηρητής μέρος 4ο

Οι εραστές και ο Άγνωστος παρατηρητής μέρος 4ο

Ο Άγνωστος παρατηρητής, ήταν ο πρώτος που είδε τη φλόγα να σβήνει. Το ζευγάρι δεν ήταν πια, δεν υπήρχε το ρήμα είμαι και η σημασία του είναι έπαψε απλώς να υπάρχει. Το τέλος είχε φανεί και νωρίτερα αλλά η ελπίδα ήταν αυτή που έκανε τον Άγνωστο παρατηρητή να προσμένει την ανατροπή. Ήταν σίγουρος πως είχε δει τα δάκρυα του άντρα να αναμειγνύονται με τον καπνό του, καθώς εκείνος ταξίδευε μακριά από το σήμερα, χαμένος στις σκέψεις του. Ήταν σίγουρος για τον έρωτα που έκαιγε, σαν κοίταζε τη γυναίκα να κουρνιάζει μόνη στις γωνίες του σπιτιού της.

Ποια ελπίδα αξίζει να λέγεται ελπίδα, όταν η πιθανότητα της είναι στο μηδέν; Όχι αυτό δεν φαινόταν σωστό στον άγνωστο παρατηρητή, που όντας άγνωστος, έβλεπε το ζευγάρι υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Και όμως κάτι δεν μπορούσε να λειτουργήσει, σαν το ζευγάρι να ήταν καταραμένο να αγαπιέται αλλά να μην μπορεί να είναι μαζί. Και πώς να είναι μαζί όταν ο άντρας αρνιόταν να αφεθεί στο συναίσθημα, όταν είχε ένα φορτίο που δεν άφηνε την καρδιά του να αναπνεύσει, να υψωθεί. Πόσο να προσπαθήσει η γυναίκα, όταν αυτός ο έρωτας πήρε κάτι όμορφο από αυτήν και το μετέτρεψε σε κάτι που ούτε η ίδια δεν θα μπορούσε να γνωρίζει πως έκρυβε μέσα της. Αυτό το κάτι ήταν γραμμένο σε όλο της το κορμί με τη λέξη πόνος. Κανείς θα έλεγε ότι είχε δική του ζωή και ρουφούσε μανιασμένα την ψυχή της.

Όσοι την ήξεραν, μαζί με αυτούς και ο πανταχού Άγνωστος, δεν μπορούσαν να πιστέψουν όταν την κοίταζαν, πως αντίκριζαν την κοπέλα που αυτοί γνώριζαν. Τη σαπίλα της δυστυχίας της δεν την απορρόφησε κανείς, μόνο ο Πόνος νοιάστηκε καθώς την έβλεπε και θέλησε να την ανακουφίσει. Σταμάτησε να την πιέζει με τα αγριεμένα του νύχια, χάιδεψε λίγο την καρδούλα της και της είπε «φτάνει…αυτό ήταν, τώρα δεν θα πονάς τόσο». Η κοπέλα το ένιωσε αμέσως, την αλλαγή που θα την μεταμόρφωνε και θα την έκανε να δει όλα αυτά που είχε χάσει. Επικεντρωμένη στον πόνο της δεν είχε δει την άνοιξη και τα νέα πρόσωπα της. Το πρόσωπο του άντρα είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, η μορφή του δεν κυριαρχούσε πια, είχε αρχίσει να γίνεται ένα με τη λήθη.

Ο Άγνωστος παρατηρητής βλέποντας το φως που επέστρεφε ένιωσε πως η δουλειά του με το ζευγάρι είχε πλέον φτάσει στο τέλος της. Η κοπέλα δεν θα πόναγε πια, ο άντρας απλά θα μετάνιωνε για πάντα. Το τέλος.

M.K.

Nov 18, 2014 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on “Οι εραστές και ο άγνωστος παρατηρητής” Μέρος 3ο

“Οι εραστές και ο άγνωστος παρατηρητής” Μέρος 3ο

Ήταν απομεσήμερο, η κοπέλα δεν είχε λόγο να βρίσκεται στο κρεβάτι αλλά ένιωθε ότι δεν είχε και λόγο να βρίσκεται κάπου αλλού. Το βάρος της απόρριψης, της ρήξης την είχε καθηλώσει. Αν κανείς την κοίταζε θα έβλεπε ένα πρόσωπο αμίλητο, που μιλάει όμως από μόνο του. Δεν είχε φανταστεί ποτέ της ότι θα τελείωνε έτσι, δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι ο έρωτας της δεν θα ήταν αυτό που ζήταγε η άλλη πλευρά.

Λίγο πιο μακριά σε ένα άλλο μέρος, ο άντρας δεν τολμούσε να σκεφτεί τι είχε κάνει. Τα δάκρυα που έκρυβε μέσα του είχαν θαφτεί τόσο βαθιά που ένιωθε ανίκανος πια να αισθανθεί. Οι χαρές της ηδονής που είχε επιλέξει δεν φάνταζαν τόσο ηδονικές τώρα. Κλείνοντας τα μάτια, έφερε στο νου του ασυνείδητα το πρόσωπο που τον είχε εκπλήξει, εκείνη. Αμέσως ένιωσε ένα τσούξιμο στα μάτια, που τόσο ερμητικά είχε κλείσει.

Η κοπέλα είχε προσπαθήσει, σκέφτηκε, να τον κατακτήσει. Αυτόν τον άντρα που τόσες άλλες, όπως εκείνη, είχε πληγώσει. Είχε δει μέσα του το καλό που δεν έβλεπε εκείνος. Είχε δει όλες τις χαμένες δυνατότητες και τα απίστευτα χαρίσματα που φύλαγε σαν επτασφράγιστο μυστικό. Στις σκιές που χρόνια τριγυρνούσε, εκείνη είχε ρίξει λίγο φως και είχε δει την απελπισμένη του ανάγκη να αγαπηθεί. Μα ο άντρας ήταν πολύ πληγωμένος από το παρελθόν, δεν είχε διάθεση να δει αυτό που έβλεπε εκείνη.

 

IMG_20141118_104232

 

Το τσιγάρο του τελείωνε, θα άναβε όμως και άλλο, πριν πέσει για ύπνο. Ο άντρας ένιωθε διχασμένος και απόλυτα, σχεδόν ολοκληρωτικά χαμένος σε εκείνη, στις σκέψεις του. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι καλά έκανε που το έληξε, που έμεινε πιστός στα ιδανικά του. Ήταν όμως ανήσυχος, η ηρεμία που γύρευε με τους τίτλους τέλους δεν τον βρήκε όπως πίστευε. Συνέχιζε να την σκέφτεται και η μάχη που γινόταν μέσα του αντί να καταλαγιάζει όλο και θέριευε. Τα δάκρυα της, το σ’ αγαπώ της θα τον στοίχειωναν για πάντα, αν μονάχα αν γύρναγε ο χρόνος πίσω. Ήθελε και άλλο τσιγάρο.

Εκεί ψηλά που δεν έβλεπε κανείς από τους δύο, τους παρατηρούσε ο άγνωστος παρατηρητής. Αν μπορούσε θα επικοινωνούσε τις σκέψεις του ενός στον άλλο. Ως ο από μηχανής θεός του έρωτα, θα τους έκανε να δουν το προφανές, θα δώριζε συναισθηματική ασφάλεια στον άντρα και απόθεμα κουράγιου στη γυναίκα. Θα τους έδειχνε το δρόμο, για να μπορούν να ζήσουν αυτό το ανομολόγητο συναίσθημα που κατοικούσε στην καρδιά εκείνου, αυτή τη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα σε εκείνη από τότε που τον πρωτοαντίκρισε. Θα τους έλεγε ότι όταν αγαπάς κανένας δρόμος δεν είναι σωστός αν δεν είναι ο δρόμος που καταλήγει σε αυτόν που θες. Θα τους έλεγε ότι τα λεπτά ποτέ δεν ήταν τόσο σημαντικά όσα αυτά που χάνουν κάθε στιγμή που βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλο. Αυτή τη στιγμή κιόλας αν μπορούσε θα τους ένωνε σε ένα.

Ο άγνωστος παρατηρητής πραγματικά λυπήθηκε πολύ για το ζευγάρι αλλά ήταν φύσει αδύνατο να επέμβει. Οι πιθανότητες ποτέ δεν θα είναι υπέρ τους όσο αποφεύγουν τα θέλω τους, σκέφτηκε. Θα είναι όμως δική τους η απόφαση, όταν θα είναι έτοιμοι να σμίξουν ξανά, δεν θα υπάρχουν πια δικαιολογίες. Η ωρίμανση είναι αργή διαδικασία, αυτό το ήξερε ο παρατηρητής, αλλά επίσης ήξερε ότι η ισχυρή θέληση και η αγάπη είναι εργαλεία ατσάλι για τους πρωτεργάτες του έρωτα. Στο ταξίδι της ζωής οι ψυχές που αγαπιούνται δεν παύουν να αναζητούν την πολυπόθητη επανένωση, αλλά κάθε ταξίδι είναι μοναχικό και ας είναι ίδιος ο προορισμός. Εκεί που και οι δύο θα φτάσουν μόνο αν ποτέ αφαιρέσουν κάθε μάσκα από πάνω τους, κάθε αμφίεση που ντύνει τα καταπιεσμένα θέλω τους. Εκεί, σκέφτηκε ο παρατηρητής που τα όνειρα παύουν να είναι όνειρα και γίνονται ζωή. Εκεί που τα αρώματα μυρίζουν ακομα.

Μ.Κ.

Jun 8, 2014 - Μικρές ιστορίες    Comments Off on “Οι εραστές και ο άγνωστος παρατηρητής”

“Οι εραστές και ο άγνωστος παρατηρητής”

Το σκηνικό έμοιαζε ίδιο, οι δύο εραστές αντίκρυ ξανά σιωπηλοί με βουρκωμένα μάτια. Ο άντρας με δυσκολία έβρισκε τα λόγια του ενώ η γυναίκα είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα. Το ζευγάρι αυτό υπήρξε ερωτευμένο, μα τώρα κάτι είχε σπάσει.

Αν κανείς τους παρατηρούσε από μακριά, θα έβλεπε δυο σώματα άκαμπτα στην προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν. Ο άνδρας φαινόταν σα να ‘θελε να ξεφύγει, δεν άντεχε να την κοιτά κατάματα. Μάτια που τον ζητούν ακόμα, πώς να τα αποχωριστεί; Η αγάπη του γι’ αυτά δεν εκφράστηκε ποτέ με λόγια. Το σ’ αγαπώ λέξη απαγορευμένη που πληγώνει. «Ανώφελο να αλλάξει αυτό που είναι», σκέφτηκε ο άνδρας «Δεν μου αξίζει να αγαπώ αυτό το πλάσμα, θα το προδώσω το δίχως άλλο. Καλύτερα τώρα πριν να είναι αργά, πριν δεθώ και άλλο, πριν…» .

Η γυναίκα δεν άντεχε άλλο, να βλέπει τον άντρα που λάτρευε να της φέρεται σα να ήταν σκιά. Ήθελε να τον προκαλέσει να μιλήσει, να εκφραστεί, να της πει όλα αυτά που δεν τον άκουσε ποτέ να λέει. «Γιατί να δυσκολεύεται τόσο; Γιατί δεν αφήνεται στο συναίσθημα του; Γιατί με φοβάται; Και το κυριότερο γιατί προσπαθώ ακόμα να τον πείσω να είναι μαζί μου, όταν είναι ξεκάθαρο ότι δεν θα αλλάξει ποτέ του στάση;». Ο άγνωστος παρατηρητής αισθάνθηκε ένα σφίξιμο για το ζευγάρι.

 

504e294c3ac024ad861fc9f344a91d14

 

Οι δύο εραστές, πρώην πια, τράβηξαν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Η γυναίκα γύρισε πρώτη την πλάτη της στο παθιασμένο παρελθόν, δεν θέλησε να πει άλλη λέξη και ας μην είχε εκφράσει ούτε στο ελάχιστο τι ένιωθε για εκείνον. Ο άνδρας πάλι θα έδινε τα πάντα για να έχει γεννηθεί αλλιώς, χωρίς το βάρος αυτό που τον πληγώνει, που τον έκανε αυτό που είναι. Θα έδινε τα πάντα για να μπορεί να την αγαπήσει όπως της αξίζει. Θα έδινε τα πάντα για να είχε γεννηθεί γενναίος.

Το σκηνικό έρημο πια, μοιάζει με τον επίλογο μίας τραγωδίας. Ο άγνωστος παρατηρητής αποζητώντας την κάθαρση που ποτέ δεν ήρθε με τους τίτλους τέλους, ένιωσε την ανάγκη να αφήσει τα δάκρυα του να κυλήσουν. Τα δάκρυα ενός αγνώστου μνεία σε όλους αυτούς που αγαπιούνται αλλά δεν ξέρουν πώς να είναι μαζί. Σε όλους αυτούς που άφησαν την αγάπη να πετάξει. Σε όλους αυτούς που δεν γεννήθηκαν γενναίοι.

M.K.