“Φ”
Ο άνθρωπος που δεν ήξερε ότι έχει φωνή, τραγούδαγε πολύ. Την ένταση της δεν την γνώριζε, ο φόβος του την καπέλωνε. Άλλοι δεν την είχαν ακούσει, μονάχα ίσως από σπόντα.
Καμία φορά όταν τον κυρίευε το πάθος, τραγουδούσε ακόμα πιο πολύ. Τότε μόνο σαν να άκουγε μία ιδέα παραπάνω, πόσες νότες μπορούσε να αγγίξει. Ένα σχοινί ντροπή έπνιγε οποιαδήποτε νότα έψαχνε το δρόμο προς τα έξω.
Κάπου κάπου μόνο σα να αναθαρρούσε, μονάχα όταν ξεχνιόταν ή ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε άλλη ψυχή τριγύρω. Είχε μια θηλεία σ’ όλη του τη ζωή, έτσι είχε μάθει να ζει. Υπάκουος, ήσυχος, διαχειρίσιμος.
Ο άνθρωπος που ήξερε ότι έχει φωνή, ήταν ο ίδιος. Μονίμως στο επίκεντρο, μέσα σ’ όλα με φωνή βροντερή. Οι άλλοι τον άκουγαν λέξη προς λέξη, υπήρχε σεβασμός.
Ποτέ του δεν πίστευε πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η δύναμη του πλήθους. Το μόνο που πάντα ήθελε είναι να έχει φωνή, όχι μια οποιαδήποτε όμως. Ήθελε η φωνή του να σαγηνεύει, να πείθει και να έχει βάρος. Δεν ήθελε να τραγουδάει μόνος.
Χαμένος ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες φωνές που περνιόντουσαν για μελωδικές, εκείνος είχε κάτι να πει, να τραγουδήσει, έτσι ανέπνεε. Τον έφαγαν οι κόρακες και οι κομπασμοί τους. Οι ψεύτικοι ήχοι, άτονοι σε όλη τους την έκταση τον είχαν ανατριχιάσει από την τόση ματαιότητα τους.
Οι εναλλαγές από τον ήχο στη σιωπή μόνο σύγχυση πρόσφεραν απλόχερα στον άνθρωπο που δεν αποφάσιζε. Μία με φωνή, μία χωρίς. Ποια γραμμή τόσο λεπτή τροχοπέδη στο τραγούδι; τραγούδι εγλωβισμένο- μα εκεί, καρτερώντας για τις όμορφες μέρες. Πότε θα ναι αυτές κανείς δεν ξέρει. Μα θα ναι ωραία.
Μ.Κ.