ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Και εγώ κυκλοφορούσα κάτω από το φεγγάρι. Το κοίταζα ενώ κοιμόταν, επίμονα μήπως και με δει, μήπως και ξυπνήσει. Τα μάτια μου κάρφωνα να το ξεσκεπάσω. Μαυροντύθηκε να με πικράνει, αρνήθηκε κάθε μου προσέγγιση. Επίμονα και αυτό, επίμονα και εγώ.
Εκεί που περπατούσα και προσέγγιζα, το άκουσα ξάφνου να μιλάει. Δεν ήταν κατανοητά όλα, μόνο λέξεις που και που αναγνώριζα, αλλά νόημα δεν έβρισκα. Ασημένιο από πάνω, κάρφωνε και αυτό με μάτια στην πλάτη την περιφρόνηση του, για να με χλευάσει.
Βγάλε τα μαύρα, του φώναξα να με προσέξει, ξανά σιγή. Ήθελα να σταματήσω να κοιτάω, αλλά ήταν μαγικό και ήξερα πως πλέον το μισώ. Ήθελα να του βγάλω τη μάσκα, που είχε κολλήσει πάνω του σα δεύτερη φύση. Ήθελα να το σκίσω, χάρτινα κομμάτια στο χώμα να το αφήσω.
Και εγώ παρακαλούσα κάτω από το φεγγάρι. Το κοίταζα μασκοφορεμένο καθώς ήταν και ήθελα να εκδικηθώ για τις μέρες που μου πήρε. Δεν γινόταν να το μισώ τόσο λάθος. Διαστρεβλωμένα όλα, παρακάλια και μίσος μαζί; ποια η τροχιά που ακολουθώ;
Μια λάμψη φευγαλέα προς στιγμή, αλλά αλλού κοίταζε, για μένα είχε φυλάξει τα κρυφά. Άξιζα μυστήριο γι’ αυτό. Το χαιρέτησα και ας ήταν πιο όμορφο, ήταν το μίσος κάλπικο και είχε αρχίσει ήδη να ξημερώνει.
Καλημέρα είπα και δεν το ξανάδα.
M.K.