Κοίταξε το τριαντάφυλλο και ακούμπησε μαλακά το αγκάθι του. Αίμα και νερό μπερδεύτηκαν, ο μικρός Πρίγκηπας δεν ήταν μόνος, είχε συντροφιά απροσδιόριστη. Μόρια καπνού άγγιζαν το τσιτωμένο από το κρύο δέρμα του, σχηματίζοντας ένα ομιχλώδες πέπλο γύρω του. Προβληματισμός μεγάλος να θέλεις να πετάξεις, να μπερδεύεις τα άνω με τα κάτω, να θέλεις να κινηθείς με όρους γήινους στους αιθέρες. Μα να μην κινείσαι.
Τα κίτρινα μαλλιά του χυμένα στο παιδικό πρόσωπο, έκρυβαν το ξένο τοπίο. Κλείνοντας απαλά τα μάτια του, ο μικρός Πρίγκιπας προσπάθησε να φανταστεί τον κόσμο σαν ένα μεγάλο κήπο. Ένιωσε ένα κρύο στη σκέψη πως δεν θα μοιράζεται τα τριαντάφυλλα, πως θα είναι αυτός και τα αγκάθια. Ανοίγοντας και πάλι τα μάτια, φευγαλέα είδε μια λάμψη πορτοκαλιά, να χάνεται ανάμεσα στα κίτρινα μαλλιά και στην πορφύρα του κόσμου που είχε για κήπο του.
Κόκκινα πέταλα σχημάτισαν ξαφνικά μία δίνη από τον αέρα που θέριευε στον κήπο. Ο μικρός Πρίγκιπας ήθελε να πετάξει να γίνει και αυτός πέταλο, να γίνει ένα με την δίνη. Τόσο ήταν το κόκκινο χρώμα που είχε βάψει το γαλάζιο, που ο ουρανός είχε γίνει ο κήπος του. Νιώθοντας τα πόδια του να αιωρούνται, να αποχαιρετούν το έδαφος, έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται για την μοναξιά του.
Η φύση είχε γίνει συντροφιά, το χρώμα ελπίδα. Μη μπορώντας πια να ξεχωρίσει, σε τι κόσμο ζει, έχωσε τα δάχτυλα του μέσα στο πλούσιο κίτρινο, να αποκαλύψει στον τριανταφυλλένιο κήπο του τα μάτια αυτού του κόσμου. Να εκθέσει εκείνον μπρος στα αγκάθια. Να γίνει κήπος. Ο κόσμος όλος.
Μ.Κ.