Και η νύχτα βάφτηκε κόκκινη
“Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη”, μία υπόσχεση ανακαλώ για τη φυγή του μεσημεριού. Το ζεστό κρεβάτι βαρύ από τα σκεπάσματα και η κλωστή ξετυλίγεται, γελάει ξάφνου ένας Εμίλ_ο Εμίλ.
Και η Νύχτα μέσα σε μία στιγμή βάφεται κόκκινη, ένα κάρο καταμεσής της άπλας σέρνεται πίσω από το δύσμοιρο μουλάρι, η Μαριώ γελάει. Αργόσυρτη η διαδρομή που κρατάει τη νύχτα της πορφύρας για μία ώρα παραμυθιού ακόμα. Είναι μακρά η νύχτα. Ο Πεπε Λε Μόκο -γνωστός και ως Εμίλ Σιμιόν- ανάβει την πίπα του πάνω από το τσίγκινο καζάνι που κοχλάζει. Μετράει τα άστρα. Βρίσκεται μόνος κάπου στην έρημο.
Στην Κάσμπα κόσμος περνάει με τα κάρα του ολημερίς και ολοβραδίς. Η Νύχτα βάφεται κόκκινη στο άκουσμα του κουβαριού που ξετυλίγεται λίγο λίγο από την ανέμη. Σε ένα παραμύθι αλλιώτικο, οι ήρωες είναι οι άλλοι. Ο Πέπε Λε Μόκο στην Κάσμπα, η Μαριώ στο κάρο που το σέρνει το μουλάρι. Αυτοί και άλλοι πολλοί στο Αλγέρι, στις γειτονιές γλιστρούν ως μαύρες φιγούρες. Σκιές στην πόλη, στην έρημο, στη νύχτα.
Ο Εμίλ Σιμιόν και η πίπα του, είναι χρυσαφιοί. Η παχιά άμμος της ερήμου έχει καθίσει στα ρούχα και τα χαμαλιά του Εμίλ, στα σκαλιστά παιχνιδίσματα της βάσης της πίπας του. Σαν να βρισκόταν πάντοτε εκεί. Αιώνια, χρυσή, πολύτιμη. Όταν η Νύχτα βάφεται κόκκινη η Μαριώ ξέρει πως έχει έρθει η ώρα να χαθεί στην έρημο, να βγει από το μονοπάτι.
Στο σταυροδρόμι της άγνωστης ερήμου βρίσκονται τυχαία, ένας Εμίλ, μία Μαριώ, ένα μουλάρι, μία πίπα. Η συνάντηση απρόσμενη στην προβλεψιμότητα του νήματος που ξετυλίγεται όσο το χρώμα της νύχτας ξεθωριάζει κάθε τόσο που μία ασημένια λάμψη δίνει το παρόν εξαφανίζοντας το κόκκινο.
Μ.Κ.