Σε ένα τραπέζι στρογγυλό καθόμασταν με φίλους. Εσύ δίπλα μου ακριβώς και οι άλλοι παραδίπλα με Εκείνη να σε κοιτάει ευθεία στα μάτια, να σε ψάχνει. Φαινόσουν διαφορετικός, άλλος.
Ενώ Εκείνη…Με βλέμμα καρφωμένο απόλυτα ελεγχόμενο στο να ηρεμήσει την ένταση του κορμιού που ανησυχεί, που κοκκινίζει_σε έψαχνε. Το βλέμμα της σε αναζητούσε να την βρεις. Τα γέλια και οι συζητήσεις των τριγύρω δεν την ένοιαζαν, μονάχα εσύ. Όμως εσύ ήσουν χαμένος για Εκείνη, ήσουν κάπου εδώ για μένα.
Με την ανάσα μου να φεύγει από τα χείλη μου όλο και πιο αισθησιακά, όλο και πιο αργά, ήθελα να φύγω μακριά από τον γύρο μας. Με βλέμμα δικό σου ντυμένο όλο μου το σώμα, ένιωθα την ευφορία της προσμονής μου να με πνίγει, ένιωθα Εκείνη να με πνίγει. Στα λίγα εκατοστά της αβάσταχτης απόστασης μας, ήθελα να συνθλίψω τον αέρα που μας χώριζε, ήθελα να με αγγίξεις μπροστά στον γύρο μας, ήθελα να μη μας νοιάζει Εκείνη. Όμως οι αναστολές μας χτίζανε το φράγμα των αισθήσεων, το φράγμα που έσπαγες με το βλέμμα σου, με την φωνή σου.
Εκείνη όμως ήταν εκεί για σένα, ήταν εδώ στο ανάμεσα μας και στο μεταξύ μας, ήταν εκεί που την έφερες να υπάρχει. Εκείνη που λαίμαργα αρπαζόταν από την παραμικρή ακτίνα φωτός που της πρόσφερες στο μαύρο της το φάσμα, ήταν εκεί.
Εγώ ένας τρίτος, παρείσακτος στην κωμωδία που έχεις στήσει με Εκείνη, ήμουν εδώ στο τώρα, για σένα. Σε ένα φάσμα άλλο και εγώ η ίδια, βρισκόμουν χαμένη σε έναν παράδεισο χρωμάτων. Χρώματα που μου αποκαλύφθηκαν με μια σου ματιά.
Και έτσι αναπάντεχα στροβιλιζόμενη στα τόσα χρώματα, κατάφερες με τον τρόπο σου να με απορροφήσεις σαν να μην υπήρχε ποτέ Εκείνη.
Σε ένα τραπέζι στρογγυλό καθόμασταν με φίλους. Εσύ δίπλα μου ακριβώς και οι άλλοι παραδίπλα με Εκείνη να κοιτάει, να ψάχνει. Εγώ και εσύ δίπλα σε τραπέζι στρογγυλό μόνοι στο εμείς, απορροφημένοι στο εμάς, μαγεμένοι στην στιγμή μας στο εδώ, στο τώρα.
Μ.Κ.